Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΒΑΘΟΣ ΚΥΡΙΕ Σ’ ΕΝΑ ΤΡΙΜΜΑ ΑΓΑΠΗΣ (και πόση μουσική ουρανών μέσα σε πάμφθηνα πράγματα):

 

Πρώιμα γεννήθηκα στη φλούδα των καιρών

δεν ενσαρκώθηκα ολόκληρος

Έμειναν άνεμοι στις άκρες των χεριών μου

ρίγη ουρανών στο δίχτυ των φλεβών μου

ανεξιχνίαστο άπειρο στο στήθος μου όπου     ιχνηλατούν

τ’ οριακό σκοτάδι μου     διάττοντες μνήμης

 

Κάποτε χάνω το πρόσωπό μου και μάταια ψάχνω

να βρω σημάδια τόπου και χρόνου

γίνομαι τότε σαν ένα ρίγος

που διαπερνά τα πράγματα και τις εποχές τους

Σαν επιστρέφω τρέχω στον καθρέφτη  

αναζητώντας πάλι τον εαυτό μου

Ανακαλύπτω στο βυθό των ματιών μου

ίχνη ξένων βλεμμάτων

 

Κρύβονται κι άλλα μυστικά στην ύπαρξή μου

για παράδειγμα ο βόμβος των μελισσών

το μνημειώδες κελάρυσμα των νερών

νυχτερινών εντόμων φωταψίες

 

Όλα τούτα είναι σώμα μου και τα νιώθω

όπως τα δάχτυλα ή τα χείλη μου

–αλλά ποιος είναι ο μικρός καμπούρης νάνος που διαβάζει

στο κλειδωμένο υπόγειο της ψυχής μου

μ’ ένα χλωμό κερί φθίνουσας μνήμης  

μυστηριώδη έγγραφα προκτητόρων;

[ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ Ι, ΙΙ και ΙΙΙ από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ 1982 – στον τίτλο της ανάρτησης στίχοι από το ποίημα PASSATO LA FIESTA κι άλλες αντιπροσωπευτικές επιλογές ποιημάτων από τις ενότητες: ΕΝΔΟΚΟΣΜΟΣ, ΚΑΤΟΠΤΡΑ και το ποίημα ΠΑΡΟΙΚΟΣ, αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]

 


ΕΝΔΟΚΟΣΜΟΣ Α. Το επακόλουθο (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ 1982)

Αμφιβολία δε σκίαζε το πρόσωπό σου

Γνώριζες πως θ’ ανοίξει ξάφνου η θύρα

και πως θα μπει με το σκοτάδι τυφλής μνήμης

να ψηλαφίσει αξύπνητες φωνές

 

Σαν άνοιξες το γέρικο σεντούκι

με τη φρυγμένη μυρωδιά του χρόνου

ένιωθες πως ξυπνάς τα βήματά της

πως θρυμματίζεις γυάλινες σιωπές

 

Τώρα φοράς το πήλινο χαμόγελό σου

να τη δεχτείς με κοσμικές χειρονομίες

πως τάχα οι μυστικές κλωστές κοπήκαν

πως πια προσάραξες στις γήινες εποχές

 

Πώς ν’ αρνηθείς το μαγικό της βλέμμα

κι όλο το φως που μέσα του αναβλύζει

Δεν έχεις άλλο δρόμο απ’ τη σιωπή της

κι όσες εκεί φεγγίζουν χαραυγές

 

ΕΝΔΟΚΟΣΜΟΣ Β. Μαρία των άστρων

Τώρα που βλέπω τη μορφή σου στη φεγγοβολή της

ανατρέχω στις επίγειες αστροφεγγιές μας

σ’ αυτό το ρίγος από λίμνες κι αθέατα δάση

σ’ αυτό το φέγγος από αναπόληση και γυρισμό

 

Σ’ έλεγα Μαρία για να σε διακρίνω

απ’ τ’ άπειρα θαύματα των διαλογισμών μου

για να δίνω πρόσωπο στους καθρεφτισμούς σου

Σ’ έλεγα Μαρία για να σε κρατώ

 

Στο σπίτι που σε σκοτεινούς καιρούς ανθοφορούσε

πριν σιδερόφραχτοι χειμώνες το γκρεμίσουν

ήταν η έναυλη σιωπή σου μνήμη πατρίδας

ήταν το δάκρυ σου έκλαμψη προσμονών

 

Ξέρω πως ψάχνεις να με βρεις στα μέσα σου άστρα

κι εγώ σε ψάχνω ανάφτερη στα λυκαυγή μου

πώς ζήσαμε τόσο κοντά του χωρισμού το στρόβιλο

και τώρα πια πώς σμίγουμε σε μια στιβάδα φως

 

ΕΝΔΟΚΟΣΜΟΣ Γ. Χρόνος πραγμάτων

Κι όπως αργά βραδιάζει στο άδειο σπίτι

ο ήλιος δύει μέσα στους καθρέφτες

σε σιωπηλά κι απόμακρα τοπία

βυθισμένα για πάντα στο σκιόφως

 

Τη νύχτα η πανσέληνος ταξιδεύει

στα φόντα των παλιών πορτραίτων

φωτίζοντας λευκές κόγχες ματιών

που βλέπουν προς το παρελθόν τους

 

Με την αυγή ένα κόκκινο σκαθάρι

πυρπολεί τις εύφλεκτες κουρτίνες

καθώς αθέατα χέρια παίζουν πιάνο

μόλις σχεδόν θωπεύοντας τα πλήκτρα

 

Τυχαίνει κάποτε όμως ν’ αλαφραίνει η ύλη

τότε θαλάσσια κύματα μπαίνουν στο σπίτι

ή ξαφνικά αναδύονται βαθιοί ελαιώνες

ή πρόσωπα που χάθηκαν πάλι επιστρέφουν

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ 1982]

 

ΚΑΤΟΠΤΡΑ  Α. Προς λίθον (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ 1982)

Ποιος είσαι Εσύ που φέγγεις απ’ τα βάθη

που ανάβεις βιβλικές φωτιές στο σκοτεινό μυαλό μου

που ξαφνικά σαν φωτεινός μετεωρίτης

στην τυφλή νύχτα τόσης αμνησίας

φωταγωγείς

βέλη που δείχνουν μια κατεύθυνση ανεξήγητη

κι αυτή την αινιγματική επιγραφή

προς λίθον;

 

ΚΑΤΟΠΤΡΑ Β. Η Κλειώ

Γελώντας μέσα απ’ τους καθρέφτες «έλα» φώναζε

η παιχνιδιάρικη Κλειώ με το μαντολίνο

Η θεία πηγαίνει στο κοιμητήριο κι ο Μιχαήλ

πετά με τα καινούρια του φτερά στα περιβόλια

Λοιπόν μπορούμε αν θες ν’ αφήσουμε να παίξουν λίγο

τα δυο μικρά τα εγκλωβισμένα μας ζωάκια

 

ΚΑΤΟΠΤΡΑ Γ. Το φεγγάρι

Κι ο φερετροποιός χαμογελώντας

μην το φοβάστε το φεγγάρι λέει

δεν είναι αλήθεια πως δαγκώνει

μόνο που κάποτε αλυχτάει

 

ΚΑΤΟΠΤΡΑ Δ. Μνήμη

Καρφιτσωμένα πάντα πάνω στο κορμί μου

σαν πεταλούδες σε σελίδες τετραδίων

τα τρομαγμένα μάτια της Μαρίας

 

ΚΑΤΟΠΤΡΑ Ε. Το κρυφτό

Φτου Μαργαρίτα σε βρήκα

Είσαι κρυμμένη στο άνθος

 

ΚΑΤΟΠΤΡΑ ΣΤ. Διαμαρτυρία

Υπάρχει τόσος θάνατος λοιπόν;

ρωτούσε ο φίλος

 

Τότε γιατί περνούσαν τραγουδώντας

οι λαμπεροί μεταλλικοί στρατιώτες;

 

Γιατί σκορπούσαν φως και παραμύθι

οι αόρατες αγερικές καμπάνες;

 

Γιατί κρεμούσαν στα κλαδιά λευκά στεφάνια

οι μυστικοί αρραβωνιασμένοι;

 

Γιατί χαμογελούσαν στο όνειρό τους

τα φτερωτά κορίτσια;

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη,   ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ 1982]

 

ΠΑΡΟΙΚΟΣ (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ 1982)

Καθώς αμάξι γέρικο που τρίζει

το σπίτι προχωρούσε στο σκοτάδι

κουβαλώντας βαρύ φορτίο μνήμης

 

Μέσα η γριά με το μαβί κεφαλομάντηλο

τα χέρια βουτηγμένα στο ζυμάρι

το κουκούτσι της ψυχής λησμονημένο

στα δικά του βυθισμένα παρελθόντα

 

Η Μαρία εντεκάχρονη κι ανώνυμη

παρείσακτη στον κόσμο των δικαίων

βιαζόταν κι άνοιγε φεγγίτες

πότιζε αυγές μη ξεραθούνε

ξεδίπλωνε ηλιοβασιλέματα

 

Πότε πρόλαβε κι αγκάλιασε θημωνιές;

Πότε πρόλαβε και φίλησε μαργαρίτες;

Πότε ταξίδεψε η Μαρία; Και τώρα

εκατομμύρια πρόσχαρες παιδούλες

κρυμμένες στ’ άστρα τους

 

Θα σου δώσουμε νερό να ξεδιψάσεις μου λένε

θα σου ανοίξουμε κι άλλα μάτια πιο μέσα

έχομε κι εμείς το δικό μας στάρι

εσύ τι ξέρεις από ουρανό

 

Εγώ δεν ξέρω βέβαια λησμονήθηκα

χρόνια σ’ αυτή την όχθη καρτερώντας

τον σπλαχνικό ψαρά που θα με βγάλει αντίπερα

 

Εκεί που κύλησε το πρώτο πορτοκάλι μου

εκεί που τα παιδιά βρήκαν τον κήπο τους

κι οι γέροι με μια φλόγα πάνω στο κεφάλι τους

 

μοιράζουν κάστανα στους ξυπόλητους

 

PASSATO LA FIESTA

Έρχομαι λοιπόν ουρανέ μου

 

Ιδού εγώ επιστρέφων

ιπτάμενος

στα φτερά μιας σεμνής πεταλούδας

ή στη ράχη της ελι-

κόπτερης μέλισσας

Σε πολιτείες ημίρευστου φωτός

όπου επιπλέουν αγάλματα

σπατάλησα τη σκόνη των ημερών

Συγκόμισα καρπούς – άμμο και χιόνι

και πίκρα πολλή των διόδων

Τώρα ωριμάζω προς τη μοναξιά

Χαίρετε μικρά θαύματα της ύλης

Το σώμα μου μικραίνει λιγοστεύω

δεν έχω σώμα πια να κατοικήσω

Ελαφρά αναθρώσκω προς το άπειρο

…………………………………

Σημείωση για το σκηνοθέτη:

Εδώ

ακούγονται υπόκωφοι κρότοι

μια φούγκα εγχόρδων στο βάθος

ωχρά κλάξον κι απόμακρες

ιαχές Αναστάσεων

Σταθερά κι ανεπαίσθητα

η σκηνή σκοτεινιάζει

 

… Και πόσο βάθος Κύριε σ’ ένα τρίμμα αγάπης

και πόση μουσική ουρανών

μέσα σε πάμφθηνα πράγματα

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη,   ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ 1982]

 

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ:  Εμφανίστηκε αργοπορημένος αλλά ώριμος στα Γράμματα και κατόρθωσε η ποίησή του να γίνει γρήγορα αναγνωρίσιμη για την ιδιαίτερη μουσικότητά της, την υποβλητική της ατμόσφαιρα και τη σκοτεινή γοητεία της, για τις αιφνιδιαστικές διανοίξεις της στον κόσμο του μυστηρίου. Επηρεασμένος στην αφετηρία του από τον συμβολισμό, ο Ορέστης Αλεξάκης (1931-2015) έγραψε σε ελεύθερο στίχο αλλά αναμετρήθηκε επιτυχώς και με τον έμμετρο και ομοιοκατάληκτο (Νυχτοφιλία, Αγαθά παιγνίδια, Μου γνέφουν). Εξέδωσε δέκα ποιητικές συλλογές, μία συγκεντρωτική έκδοση των ετών 1960-2009 και δύο τόμους με επιλογές από το ποιητικό του έργο. Έγραψε ποιήματα υπαρξιακά, που συνομιλούν με τους νεκρούς και το επέκεινα, παραμένοντας προσηλωμένος στο θέμα των απαρηγόρητων νεκρών και της μνήμης που επιστρέφει· υπήρξε μεταφυσικός και ταυτόχρονα αγνωστικιστής. Κι επειδή ακριβώς η ποίησή του είναι μεταιχμιακή, είναι μια ποίηση με αναγνωστικό μέλλον [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου Ο Ποιητής Ορέστης Αλεξάκης ΑΚΟΥΣΙΟΣ ΠΟΝΤΟΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ: συναγωγή ανέκδοτων κειμένων για το έργο του]

Τετάρτη, 2 Δεκεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ